λοξοκοίταγμα

λοξοκοίταγμα
τό
1) взгляд сбоку, искоса; 2) перен. косой взгляд

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "λοξοκοίταγμα" в других словарях:

  • παράβλεμμα — τὸ, Α [παραβλέπω] λοξό, πλάγιο βλέμμα, λοξοκοίταγμα …   Dictionary of Greek

  • παράβλεψη — η / παράβλεψις, έψεως, ΝΜΑ [παραβλέπω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού παραβλέπω νεοελλ. εκούσια παραμέληση, αδιαφορία αρχ. 1. το να κοιτάζει κανείς κάτι με κρυφό ή πλάγιο τρόπο, λοξοκοίταγμα 2. περιφρόνηση, καταφρόνηση …   Dictionary of Greek

  • παρατόξευσις — ἡ, ΜΑ μσν. τόξευση βέλους μακριά από τον στόχο, αστοχία στην τόξευση αρχ. 1. εκτόξευση προς τα πλάγια 2. μτφ. ρίψη λοξών, πλάγιων βλεμμάτων, πονηρό λοξοκοίταγμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + τοξεύω] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»